Αποκαλυπτική η Εκθεση της Alpha Bank για την «απελευθέρωση της αγοράς εργασίας ως μοχλό επανεκκινήσεως της οικονομίας»
Θερμά συγχαρητήρια στη συγκυβέρνηση για τα εφιαλτικά μέτρα που έχει επιβάλλει στην εργατική τάξη εκφράζουν οι τραπεζίτες, απαιτώντας ταυτόχρονα αυτά τα μέτρα να αυξηθούν και μάλιστα το αμέσως επόμενο διάστημα.
Η Εκθεση (Απρίλης 2013) της Alpha Bank για την «απελευθέρωση της αγοράς εργασίας ως μοχλό επανεκκινήσεως της οικονομίας» είναι κρυστάλλινη ομολογία: εμφανίζει ωμά και ανάγλυφα το ρόλο των μονοπωλίων στο σχεδιασμό των μέτρων, τους ωφελούμενους από αυτά, διατυπώνουν ρητές αξιώσεις για νέο τσεκούρωμα στον κατώτερο μισθό, επέκταση της επίθεσης στις εργασιακές σχέσεις κοκ.
Πανηγυρίζουν για την «απελευθέρωση» από συλλογικές κατακτήσεις
Οπως εκτιμά ο τραπεζικός όμιλος, «οι αλλαγές αποσκοπούν στη μείωση του εργασιακού κόστους και την ευελιξία των συνθηκών απασχολήσεως, τόσο στο επίπεδο της οικονομίας όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο, έτσι ώστε να διατηρηθούν οι υπάρχουσες και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας».
«Οι διαρθρωτικές αλλαγές οδηγούν σε απελευθέρωση της αγοράς εργασίας από συλλογικές ρυθμίσεις που δημιουργούν αυξημένο κόστος εργασίας, και σε μετατόπιση του κέντρου βάρους των διαπραγματεύσεων και της διαμορφώσεως των όρων εργασίας σε επιχειρησιακό αρχικά, και εν συνεχεία σε ατομικό επίπεδο. Με αυτόν τον τρόπο δίδεται στον εργοδότη η δυνατότητα να διαχειρίζεται το προσωπικό της επιχειρήσεώς του, μειώνοντας κατά το δυνατό το εργασιακό κόστος, είτε με μορφές απασχολήσεως που θα είναι άμεσα συνδεδεμένες με την καθημερινή πραγματικότητα της επιχειρήσεως, τον όγκο εργασίας και τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν σε αυτή, είτε με τη μείωση του κόστους αποδεσμεύσεως από τυχόν πλεονάζον προσωπικό. Η αυξημένη ευελιξία της αγοράς εργασίας ενισχύει την κινητικότητα των απασχολουμένων ανά κλάδο και επάγγελμα, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό σε περίοδο αναδιαρθρώσεως μιας οικονομίας, όπως είναι η περίοδος την οποία διέρχεται σήμερα η ελληνική οικονομία».
Αξιώνουν νέο τσεκούρι στον κατώτατο μισθό
Η τράπεζα εκτιμά πως «ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα διαμορφώνονταν σε ύψος που εμπόδιζε αυτούς που ήταν εκτός αγοράς εργασίας να βρουν εργασία, καθώς δεν ελάμβανε υπόψη τη γενικότερη οικονομική συγκυρία αλλά ούτε και τις διαφορετικές ομάδες ανέργων, όπως τους νέους. Επίσης, καθόριζε πάρα πολλά επιδόματα κατά τρόπο κεντρικό και άκαμπτο, αυξάνοντας το κόστος εργασίας».
Σημειώνει ότι «το νέο νομοθετικό πλαίσιο μειώνει τον κατώτατο μισθό ώστε να γίνουν ανταγωνιστικότερες οι επιχειρήσεις και να διαφυλαχθούν κατά τον προσφορότερο τρόπο οι θέσεις εργασίας. Παράλληλα, καθορίζεται σε χαμηλότερο επίπεδο για τους νέους ώστε να αξιοποιηθεί καλύτερα αυτό το δυναμικό κομμάτι του εργατικού δυναμικού. Αλλάζει, επίσης, ο τρόπος καθορισμού του ώστε να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική συγκυρία».
Με βάση τα παραπάνω προαναγγέλλεται νέο τσεκούρι στο νομοθετικά κατώτερο μισθό: «Κατά το 1ο 3μηνο του 2014 το ανωτέρω σύστημα διαμορφώσεως του κατώτατου μισθού θα αξιολογηθεί, και ίσως αναθεωρηθεί, ως προς την αποτελεσματικότητά του για τη μείωση της ανεργίας, την αύξηση της απασχολήσεως, καθώς και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας».
Ο πολλαπλασιασμός των δουλεμπορικών γραφείων, επέκταση της σύγχρονης δουλείας αποτελεί βασικό μέτωπο. «Δεδομένων των επιπτώσεων των ανωτέρω στην αύξηση της ανεργίας στη σημερινή περίοδο της μεγάλης ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, έως το τέλος του 1ου 3μήνου του 2013, οι ενέργειες που απομένει να γίνουν είναι η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων καταρτίσεως ανέργων και ηαναβάθμιση των Κέντρων Προωθήσεως Απασχολήσεως ώστε να καταστούν αποτελεσματικότερα στην εξεύρεση θέσεων απασχολήσεως στους ανέργους».
Θέλουν κι άλλη «ευελιξία»
Η τράπεζα εκτιμά ότι «η αυξημένη ευελιξία στην αγορά εργασίας δεν έχει ακόμη συμβάλλει στη συγκράτηση της αυξητικής πορείας της ανεργίας η οποία ανήλθε στο 24,1% του εργατικού δυναμικού το 2012 και 27,2% τον Ιανουάριο του 2013 σύμφωνα με την έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ». Συμπληρώνει ότι «η ταχεία αυξητική πορεία της ανεργίας προσδιορίζεται ακόμη αφενός από το μεγάλο ύψος της μη παραγωγικής απασχολήσεως που υπήρχε πριν από την κρίση (λόγω των σημαντικών στρεβλώσεων που χαρακτήριζαν την αγορά εργασίας) και, επίσης, από τη συνεχιζόμενη βαθιά ύφεση στην οικονομία, αφού η πτώση του πραγματικού ΑΕΠ ανήλθε στο -6,0% ακόμη και το 4ο τρίμηνο του 2012».
Σημειώνει πάντως, ότι «αμβλύνθηκαν τα προβλήματα που προέκυπταν από την παντελή έλλειψη ευελιξίας στις προσλήψεις και τις απολύσεις, τη διαδικασία προσδιορισμού των αμοιβών και τη διευθέτηση των ωρών εργασίας των επιχειρήσεων που οδήγησαν στη διόγκωση της παράνομης απασχολήσεως και την ταχεία αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στη χώρα. Η διαμόρφωση των μισθολογικών αμοιβών, της απασχολήσεως στην επιχείρηση και του ωραρίου εργασίας δεν ελάμβανε υπόψη τις εκάστοτε συνθήκες του κλάδου ή της οικονομίας ευρύτερα, ενώ η ανεξέλεγκτη γραφειοκρατία που χαρακτήριζε τις παρεμβάσεις του υπουργείου Εργασίας μόνο εμπόδια έβαζε στην προσαρμογή των επιχειρήσεων στις εκάστοτε οικονομικές συνθήκες».
Η τράπεζα υπογραμμίζει ότι «η ευελιξία της αγοράς εργασίας θα αποτελέσει βασικό μηχανισμό αυξήσεως της παραγωγικής απασχολήσεως και κατ' επέκταση ανακάμψεως και αναπτύξεως της οικονομίας τα επόμενα έτη. Γενικά, είναι ακόμη νωρίς να δρέψει η ελληνική οικονομία και κοινωνία τους καρπούς της δραστικής μεταρρυθμίσεως της αγοράς εργασίας, καθώς ο τελευταίος από τους νόμους για την αγορά εργασίας τέθηκε σε ισχύ μόλις τον Νοέμβριο του 2012.
Εντούτοις, ο κύβος ερρίφθη! Οι διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας δίδουν στην ελληνική οικονομία την ικανότητα προσαρμογής τώρα, την περίοδο της βαθιάς ύφεσης, μετριάζοντας τις επιπτώσεις της κρίσεως, αλλά και τη δυνατότητα προσαρμογής και προσελκύσεως επενδύσεων στο άμεσο μέλλον, όταν (και για να) υπάρξει ανάπτυξη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου