- Τους επέβαλαν παγκοσμίως μεγάλες πολυεθνικές, ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί και συνασπισμοί κρατών, όπως η ΕΕ
- Εκτιμήσεις και πορίσματα, ανάλογα με το βαλάντιο και τα συμφέροντα των μεγάλων πελατών
Η επιζητούμενη «εμπιστοσύνη των αγορών» αποτελεί εδώ και ενάμιση χρόνο τον μπούσουλα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Το λέει σε όλους τους τόνους ο Γ. Παπανδρέου, υποστηρίζοντας ότι μόνον όταν ανακτηθεί αυτή η εμπιστοσύνη, θα είναι δυνατόν η κυβέρνηση να μπορέσει να εξασφαλίσει νέα δάνεια. Ωστόσο, την πρόσβαση στις αγορές για νέα δάνεια μπορούν να την προσφέρουν μόνον οι οίκοι αξιολόγησης, οι οποίοι τις τελευταίες βδομάδες καταγγέλλονται από την ΕΕ ότι παρεμποδίζουν τα σχέδια διαχείρισης των κρατικών χρεών σε χώρες - μέλη της Ενωσης. Αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε τι μπορεί να συμβαίνει; Ποιες είναι οι «αγορές» και ποιοι οι «οίκοι αξιολόγησης»; Τι διαφορές έχουν μεταξύ τους;
Αγορές, στην προκειμένη περίπτωση, θεωρούνται κατά κύριο λόγο ο μεγάλες τράπεζες, που αγοράζουν κρατικά ομόλογα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, τα οποία στη συνέχεια διοχετεύουν σε διάφορους χρηματοοικονομικούς ομίλους και σε λεγόμενους θεσμικούς επενδυτές. Οι οίκοι αξιολόγησης, που ουσιαστικά αποτελούν συμβούλους των τραπεζών, αποφαίνονται μέσω των βαθμολογιών τους, αν αξίζει τον κόπο να αγοραστούν κάποια ομόλογα ή όχι. Οταν η βαθμολογία είναι υψηλή, οι διάφοροι ληστές - κερδοσκόποι των χρηματαγορών τρέχουν να αγοράσουν, ενώ στις χαμηλές βαθμολογίες όπου φύγει - φύγει.
Αρα, με αυτήν την έννοια οι βαθμολογίες των οίκων αξιολόγησης είναι ένα εργαλείο στα χέρια της αγοράς των τραπεζών και ως εκ τούτου δε φαίνεται να υπάρχει κάποια εμφανής μεταξύ τους αντίθεση. Στην ουσία, είναι ένα και το αυτό, ομάδες της οικονομικής ολιγαρχίας που επιδιώκουν να αποσπάσουν όσο γίνεται μεγαλύτερα κέρδη από τις αγοραπωλησίες μετοχών, ομολόγων και άλλων τοκοφόρων τίτλων. Μόνο που το πολιτικό προσωπικό της οικονομικής ολιγαρχίας, μαζί και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, μπροστά στην άρνησή τους να παραδεχτούν ότι υπάρχει βαθύτατη οικονομική κρίση, κάνουν λόγο για κρίση υπερχρέωσης, την οποία, μια και δεν μπορούν να την αντιμετωπίσουν, τη χρεώνουν σε ξεχωριστά κομμάτια της πλουτοκρατίας, όπως κάνουν τώρα με τους οίκους αξιολόγησης.
«Παιδιά» του συστήματος
Οι οίκοι αξιολόγησης δεν έπεσαν από τον ουρανό.
Πρώτον, είναι παιδιά του καπιταλισμού, που εμφανίστηκαν ως εταιρείες διακρίβωσης της πιστοληπτικής ικανότητας εταιρειών που εξέδιδαν ομολογιακά δάνεια από τα τέλη ακόμα του 19ου αιώνα. Πελάτες τους ήταν τόσο οι επιχειρήσεις που ενδιαφέρονταν να εκδώσουν ομόλογα, όσο και επίδοξοι επενδυτές που ήθελαν μια προσοδοφόρα τοποθέτηση των χρημάτων τους. Ως εταιρείες παροχής οικονομικών υπηρεσιών, συγκέντρωναν (και συγκεντρώνουν) επί αμοιβή τα απαιτούμενα χρηματοοικονομικά στοιχεία που αφορούσαν την οικονομική θέση και τις προοπτικές του εκδότη των ομολογιών, στοιχεία τα οποία στη συνέχεια πωλούσαν (και εξακολουθούν να πωλούν) σε υποψήφιους αγοραστές ομολόγων.
Δεύτερον, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών συναλλαγών, αφού ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες οι πελάτες τους, που τώρα είναι τράπεζες, επιχειρήσεις, οργανισμοί και κράτη, πρέπειυποχρεωτικά να παίρνουν υπόψη τους τα πορίσματα και τις εκθέσεις που εκδίδουν για τους διάφορους τίτλους. Με δυο λόγια, για μια τράπεζα σήμερα είναι απαγορευτικό να αγοράζει ομόλογα μιας χώρας χαμηλής βαθμολογίας και την ίδια στιγμή είναι κανόνας να αποκτά τίτλους υψηλής βαθμολογίας.
Τρίτον, στον κλάδο κυριαρχούν τρία μονοπώλια, που ελέγχουν το 95% ολόκληρης της αγοράς, έχοντας στα πελατολόγιά τους πολλές εκατοντάδες χιλιάδες πελάτες, μεταξύ των οποίων εκατοντάδες κράτη. Οι τρεις αυτές εταιρείες είναι:
- Η «Στάνταρ & Πουρς», που δημιουργήθηκε το 1941, από τη συγχώνευση δύο μικρότερων αμερικανικών εταιρειών.
- Η «Μούντις», που λειτουργεί από το 1909 με έδρα τις ΗΠΑ.
- Η «Φιτς», που ιδρύθηκε το 1913 και έχει έδρα τη Ν. Υόρκη και το Λονδίνο.
Τέταρτον, έχουν ως αποκλειστικό τους στόχο τα όσο γίνεται μεγαλύτερα υπερκέρδη, κάτι που εξελικτικά τους μετατρέπει από εκτιμητές της πιστοληπτικής ικανότητας, σε μεγάλους παίχτες χρηματοοικονομικών συναλλαγών, που τις περισσότερες φορές γίνονται στο ημίφως, κάτι που ενισχύει συνεχώς το ρόλο τους στη χειραγώγηση των εξελίξεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Με βάση τα στοιχεία του 2008, οι τρεις μεγάλοι οίκοι είχαν τζίρο 5,3 δισ. δολάρια, ενώ τα καθαρά κέρδη που εμφάνισαν επίσημα ξεπέρασαν τα 2 δισ. δολάρια. Στην πραγματικότητα, τα κέρδη που αποσπάστηκαν με βάση τις βαθμολογίες - οδηγίες των οίκων αξιολόγησης είναι πολλές δεκάδες δισεκατομμύρια, τα οποία αποσπάστηκαν από αδύνατους κρίκους των χρηματοοικονομικών συναλλαγών και προστέθηκαν στα θησαυροφυλάκια κάποιων μεγάλων.
Οι κυβερνήσεις τούς έδωσαν τη δύναμη
Ιδιαίτερη ώθηση στο ρόλο των οίκων αξιολόγησης έδωσε η διεθνής τους αναγνώριση, μετά από αποφάσεις και επιλογές μεγάλων πολυεθνικών ομίλων, χωρών, διαφόρων ιμπεριαλιστικών οργανισμών (ΟΟΣΑ, ΔΝΤ), αλλά και συνασπισμών χωρών, όπως η ΕΕ. Σε άμεση σύνδεση με τα πολυεθνικά μονοπώλια και τις κυβερνήσεις των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, κατάφεραν να αποκτήσουν δικαιώματα κυριαρχικού χαρακτήρα στο σύνολο των κερδοσκοπικών συναλλαγών, αφού οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι του παγκόσμιου καπιταλισμού τους αναγόρευσαν σε μοναδικό και αναγκαίο κρίκο στην αποτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας επιχειρήσεων, ομίλων και κρατών.
Η πολύ πρόσφατη ιστορία των «οίκων αξιολόγησης» είναι συνδεδεμένη με απίστευτα σκάνδαλα, μέσα από τα οποία κάποια κοράκια των χρηματιστηρίων κέρδισαν απίστευτα ποσά, αλλά εκατομμύρια εργαζόμενοι σε διάφορες χώρες έχασαν το σύνολο των αποταμιεύσεών τους.
Η περίπτωση της κατάρρευσης της ενεργειακής «Enron», το 2002, είναι γνωστή. Οι οίκοι αξιολόγησης προέτρεπαν τα ασφαλιστικά ταμεία που είχαν πελάτες τους να τοποθετήσουν τα αποθεματικά τους στις μετοχές της συγκεκριμένης εταιρείας και αφού οι τοποθετήσεις ολοκληρώθηκαν, τότε έσκασε το κανόνι, αφήνοντας εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανούς χωρίς συντάξεις.
Στις 13 του Σεπτέμβρη του 2008 έσκασε στις ΗΠΑ η «φούσκα» της Lehman Brothers, με την κατάρρευση της οποίας ταυτίζεται και η αρχή της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, που ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη. Κι όμως οι οίκοι αξιολόγησης μέχρι και την προηγουμένη προσπαθούσαν να προωθήσουν τις μετοχές της Lehman σε ολόκληρο τον κόσμο. Η χάρη τους έφτασε μέχρι και την Ελλάδα, όπου εκατοντάδες αφελείς είχαν πιστέψει στις αξιολογήσεις των οίκων και τελικά έχασαν τα χρήματά τους.
Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιηθεί είναι ότι αφού για τα πάντα κάνει κουμάντο το επιχειρηματικό κέρδος, οι οίκοι αξιολόγησης μπορεί να έχουν ευρύτατο δίκτυο πελατών, που όλοι πληρώνουν για τις προσφερόμενες από αυτούς υπηρεσίες, κερδισμένοι όμως τελικά βγαίνουν οι μεγάλοι πελάτες, που καταβάλλουν μεγάλες αμοιβές και υψηλές προμήθειες.
Το κόλπο με τα ομόλογα
Κάπως έτσι στήθηκε και το σκηνικό με τα ελληνικά ομόλογα.
Το Φλεβάρη του 2009 οι οίκοι αξιολόγησης, που κανονικά όφειλαν να έχουν μελετήσει και να γνωρίζουν την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας καλύτερα και από την ελληνική κυβέρνηση, πρότειναν στους πελάτες τους να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα, με αποτέλεσμα τα διάφορα κοράκια, που επενδύουν στο κρατικό χρέος, να τρέξουν να αγοράσουν τα ομόλογα που εκδόθηκαν εκείνη την εποχή με επιτόκιο 5,5%. Το ίδιο προέτρεπαν ακόμα και το Δεκέμβρη, παρά το γεγονός ότι ο Παπανδρέου είχε αρχίσει την καμπάνια περί του «Τιτανικού», άσχετα αν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ τελικά δεν προσέφυγε τότε σε δανεισμό.
Τον Απρίλη του 2010, τότε πια που ο πρωθυπουργός Παπανδρέου πρόσθετε καθημερινά και ένα δισεκατομμύριο στους υπολογισμούς για το δημόσιο έλλειμμα, οι ίδιοι οίκοι αρχίζουν να διατυπώνουν επιφυλάξεις για την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας και πρώτη φορά μίλησαν για τον κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν οι μυημένοι πελάτες τους να αρχίσουν να πωλούν τα ελληνικά ομόλογα των οποίων οι τιμές αρχίζουν να πέφτουν κατακόρυφα, ενώ την ίδια στιγμή ξεκινά και η μεγάλη άνοδος των αποδόσεων στα λεγόμενα CDS, στα ασφάλιστρα, δηλαδή, κινδύνου επί των ελληνικών ομολόγων.
Τον Ιούνη του 2011 οι οίκοι αξιολόγησης βαθμολογούν ήδη τα ελληνικά ομόλογα με το βαθμό «σκουπίδια». Οι τιμές των ομολόγων πέφτουν στο 60% της τιμής τους, ενώ οι πελάτες των οίκων που αγόρασαν CDS, κερδίζουν ήδη 23%, αφού υπάρχει η εκτίμηση ότι δεν πρόκειται να αποφευχθεί η αναδιάρθρωση του κρατικού χρέους, κάτι που τώρα οι οίκοι αξιολόγησης εκτιμούν ότι ισοδυναμεί με «επιλεκτική χρεοκοπία».
Είναι φανερό ότι ενώ το 2010 οι οίκοι κέρδιζαν από τα κέρδη των πελατών που είχαν στην κατοχή τους ελληνικά, τώρα το ενδιαφέρον τους έχει μεταφερθεί σε εκείνους τους πελάτες που διαθέτουν CDS, επειδή ξέρουν ότι οι πελάτες τους που ποντάρουν στην «πτώχευση» διαθέτουν περισσότερα κεφάλαια.
Και τώρα;
Πάνω σε αυτόν τον καμβά, γίνονται και τα παζάρια με την ΕΕ. Είναι φανερό ότι τόσο η ελληνική κυβέρνηση, όσο και η Κομισιόν θέλουν να αποφύγουν την επισημοποίηση κάποιας διαδικασίας χρεοκοπίας, επειδή εκτιμούν ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε αλυσιδωτές επιπτώσεις όχι μόνο σε μεγάλες τράπεζες της ΕΕ, αλλά και σε αρκετές χώρες - μέλη. Γι' αυτό, για να μη θεωρηθεί, δηλαδή, ότι η Ελλάδα χρεοκοπεί, επεξεργάζονται τα σχέδια για την «εθελοντική επιμήκυνση» των ελληνικών δανείων. Ε, εδώ παρεμβαίνουν τα συμφέροντα των μεγάλων πελατών των οίκων αξιολόγησης που έχουν ποντάρει στη χρεοκοπία και γι' αυτό οι οίκοι ανακοίνωσαν ότι ακόμα και αυτή η εθελοντική επιμήκυνση μπορεί να θεωρηθεί «πιστωτικό επεισόδιο» και, άρα, όσα κοράκια έχουν «παίξει» στη χρεοκοπία της Ελλάδας, κερδίζουν το στοίχημα, που με βάση τα σημερινά δεδομένα τους αποφέρει περίπου 24-25% των κεφαλαίων που πόνταραν.
Πού θα οδηγήσουν οι κόντρες, δεν μπορεί κανείς να το εκτιμήσει με ακρίβεια. Εκείνο που είναι πέραν κάθε αμφιβολίας, είναι ότι οι οίκοι αξιολόγησης, για τους οποίους γίνεται λόγος, είναι αναπόσπαστο μέρος του συστήματος, μόνο που σε εποχές οικονομικής κρίσης και όξυνσης των αντιφάσεων, που γεννά ο καπιταλισμός, οξύνονται και οι αντιθέσεις που έχουν μεταξύ τους διάφορες ομάδες του κεφαλαίου. Το πώς αυτές θα εκτονωθούν είναι θέμα ισχύος, συσχετισμών και συμβιβασμών που μπορεί να αναζητηθούν.
Το βέβαιον είναι ότι πίσω από τους επιμέρους διαχωρισμούς που επιχειρούν κυβέρνηση και ΕΕ, που πριν τους έφταιγαν τα golden boys και τώρα τα βάζουν με τους οίκους αξιολόγησης, όλα τα τμήματα του κεφαλαίου, ανεξάρτητα από τις αντιθέσεις που πράγματι υπάρχουν μεταξύ τους, έχουν έναν και μοναδικό στόχο: Το κέρδος, το οποίο μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο μέσα από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Αυτή είναι η γάγγραινα της σύγχρονης κοινωνίας, που εμποδίζει όλο και περισσότερο την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας και οδηγεί σε συνεχή χειροτέρευση της θέσης των εργαζομένων. Λύτρωση για τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα θα αποτελέσει η απαλλαγή τους από την εξουσία του κεφαλαίου και τις πολιτικές εξυπηρέτησης των κεφαλαιοκρατών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου