Παρά την πρωτοφανή καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, δεν έχει διαφανεί ακόμα το νέο επίπεδο εξισορρόπησης για έναν καινούριο οικονομικό κύκλο
Δεν είναι η πρώτη φορά που μελετητικοί φορείς και διάφορα στελέχη του συστήματος πέφτουν έξω στις εκτιμήσεις τους. Μην ξεχνάμε ότι τις πιο πολλές φορές οι υπολογισμοί και οι προβολές που κάνουν με βάση τα πραγματικά δεδομένα, γίνονται για να υπηρετήσουν συγκεκριμένες σκοπιμότητες και κυβερνητικούς χειρισμούς. Για παράδειγμα, ο Γ. Στουρνάρας, με τα όσα έλεγε πέρσι, προσπαθούσε να πείσει για την ανάγκη υποταγής στο μνημόνιο, αφού με την εφαρμογή του θα είχαμε επανεμφάνιση θετικών ρυθμών οικονομικής δραστηριότητας. Το ΚΕΠΕ τώρα, λίγες μέρες μετά τις εκλογές, στο πλαίσιο των οποίων οι πάντες ...ξόρκιζαν το κακό μνημόνιο, επιχειρεί να ...προσγειώσει όσους, αφελώς, πίστεψαν ότι θα ξεμπερδέψουμε άμεσα και με το μνημόνιο και με την κρίση. Παράλληλα, σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, στη συγκυβέρνηση υπάρχει και η εντύπωση ότι όσο πιο δυσμενείς είναι οι εκτιμήσεις για την ύφεση, θα υπάρχουν περιθώρια για παζάρια στην ΕΕ, για τροποποιήσεις σε πλευρές του μνημονίου, το οποίο έχουν δεσμευτεί να ...επαναδιαπραγματευτούν.
Κινούμαστε στο -13%
Η ουσία του ζητήματος, βέβαια, βρίσκεται στο γεγονός ότι η οικονομική καπιταλιστική κρίση είναι ακόμα σε πλήρη εξέλιξη, με αποτέλεσμα να συνεχίζεται με ρυθμούς καλπασμού η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας.
Αν πιστέψουμε τα στοιχεία, όπως εμφανίζονται στον κρατικό προϋπολογισμό του 2012 και τα οποία υποτίθεται ότι έχουν διπλοτσεκαριστεί, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν το 2008 έφτασε τα 232,92 δισ. ευρώ. Τις επόμενες χρονιές το ΑΕΠ ήταν:
- 2009: 231,64 δισ. ευρώ
- 2010: 227,32 δισ. ευρώ
- 2011: 217,77 δισ. ευρώ
Αρα, όλες τις χρονιές, μετά το 2008, είχαμε μειωμένους ρυθμούς εξέλιξης του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα το 2011 να εμφανιστεί ΑΕΠ που σε σχέση με το 2008 ήταν μειωμένο κατά 6,5%. Σε περίπτωση δε που επαληθευτούν οι εκτιμήσεις του ΚΕΠΕ για το 2012, τότε η μείωση στα τέσσερα χρόνια της κρίσης θα αγγίζει ήδη το 13%.
Αυτή είναι η μία πλευρά του ζητήματος. Ο μέσος όρος. Η εικόνα είναι αισθητά διαφορετική αν προσπαθήσει κάποιος να δει πώς εξελίχθηκαν τα δεδομένα στους επιμέρους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας, ειδικά στους κλάδους εκείνους που είναι κατ΄εξοχήν παραγωγικοί, υπάρχουν, δηλαδή, μεγάλα ποσοστά προστιθέμενης αξίας. Για παράδειγμα:
Με βάση τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), η αξία της παραγωγής αγροτικών προϊόντων, και ειδών αλιείας, το 2011, ήταν μειωμένη κατά 14,8%, σε σχέση με το 2007.
Εικόνα μαζικής καταστροφής μαρτυρούν τα στοιχεία για την εξέλιξη του όγκου της παραγωγής σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας (ορυχεία - λατομεία, μεταποίηση, ενέργεια, παροχή νερού) και σε όλους (πλην της παραγωγής φαρμακευτικών προϊόντων - σκευασμάτων) τους επιμέρους κλάδους της μεταποίησης. Εδώ οι πτωτικές τάσεις στον όγκο της παραγωγής παρατηρούνται αρκετά χρόνια πριν το ξέσπασμα της κρίσης συνολικά, ενώ σε γενικές γραμμές για τις θεωρούμενες από την ΕΛΣΤΑΤ «κύριες ομάδες βιομηχανικών κλάδων», η πτώση της παραγωγής, με βάση το 2005, τα τέλη του 2011 ήταν:
- Ενέργεια -15,1%
- Ενδιάμεσα αγαθά -29,7%
- Κεφαλαιουχικά αγαθά -49,8%
- Διαρκή καταναλωτικά αγαθά -43,5%
- Μη διαρκή καταναλωτικά αγαθά -14,5%
Βέβαια, τα σημαντικά ποσοστά μείωσης της παραγωγικής δραστηριότητας σε όλες τις «κύριες ομάδες» δε συμβαδίζουν με μείωση της κατανάλωσης. Αντίθετα, μέχρι και το 2008 η ιδιωτική κατανάλωση εξελισσόταν με θετικούς ρυθμούς. Είναι ολοφάνερο ότι η συγκεκριμένη αντίθεση, αύξηση κατανάλωσης σε συνθήκες μείωσης της παραγωγής, στηρίζεται αποκλειστικά στη συνεχή αύξηση των εισαγωγών, που για την Ελλάδα σημαίνει και συνεχή αύξηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου. Εξέλιξη που, όπως είναι λογικό, προκαλεί και εντείνει δυσαναλογίες ανάμεσα στους διάφορους τομείς και κλάδους της οικονομίας. Η συγκεκριμένη εικόνα - αποτέλεσμα, σε μεγάλο βαθμό, οφείλεται στον αυτοματισμό που επέδειξε σημαντικό κομμάτι των εγχώριων επιχειρηματιών, οι οποίοι από τις αρχές κιόλας της δεκαετίας του '90, με μεγάλη ευκολία και χωρίς καθυστερήσεις, διέκοπταν κάθε παραγωγική δραστηριότητα, που διαπίστωναν ότι δεν ανταποκρίνεται σε υψηλές προσδοκίες κερδοφορίας, μεταφέροντας τα κεφάλαιά τους είτε σε τομείς χρηματοοικονομικών τοποθετήσεων μέσα στη χώρα, είτε σε παραγωγικές επενδύσεις στο εξωτερικό.
Η γιγάντωση του ελλείμματος
Κοντά στα δεκάδες δισεκατομμύρια που οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου διοχέτευσαν σε επιχειρηματικές τους δραστηριότητες στο εξωτερικό, το εμπορικό έλλειμμα της χώρας, που βαίνει συνεχώς αυξανόμενο, ήταν:
- Τη δεκαετία του '80: 10,1 δισ. ευρώ
- Τη δεκαετία του '90: 71,2 δισ. ευρώ
- Τη δεκαετία 2000 - 2010 διαμορφώθηκε στα 189,4 δισ. ευρώ.
Και αξίζει να σημειώσει κανείς ότι μετά από τέσσερα χρόνια κρίσης, μετά από την τόσο μεγάλη μείωση του ΑΕΠ και ακόμα μεγαλύτερη καταβαράθρωση της παραγωγής (πρωτογενούς και δευτερογενούς), μετά από την εκτόξευση της επίσημης ανεργίας σε υπερδιπλάσια επίπεδα και την εξάπλωση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, αλλά και μετά από το οριστικό κλείσιμο, τη χρεοκοπία δεκάδων χιλιάδων κύρια μικρών επιχειρήσεων, δε φαίνεται να έχει βρεθεί ακόμα το σημείο της νέας εξισορρόπησης των παραγωγικών δεδομένων, ώστε να ξεκινήσει ένας καινούργιος οικονομικός κύκλος. Για να μην παρεξηγηθούμε, οποιοσδήποτε νέος κύκλος και να εμφανιστεί, αν και όταν εμφανιστεί, οποιαδήποτε δυναμική και αν έχει, που δεν θα έχει, και ανεξάρτητα από τη διάρκεια που θα κρατήσει, η οποία σίγουρα θα είναι μικρή, πάλι στον ίδιο παρανομαστή θα καταλήξουμε: Θετικοί δείκτες παραγωγικής δραστηριότητας αποκλειστικά προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, ενίσχυση της εκμετάλλευσης, συσσώρευση κεφαλαίων και ξανά κρίση, με όλες τις συνέπειες που βλέπουμε ότι υπάρχουν όταν ξεσπούν.
Η αλήθεια είναι ότι, παρά τις επιμέρους επιφυλάξεις που έχουν εκφραστεί από ομάδες οικονομικών συμφερόντων που πλήττονται κύρια από την αδυναμία χρηματοδότησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η άρχουσα τάξη στο σύνολό της και το συγκεκριμένο πολιτικό προσωπικό που χρησιμοποιεί για να διαχειριστεί την κρίση, δεν δείχνουν να τους απασχολεί το όλο ζήτημα. Ακόμα χειρότερα, δεν φαίνεται καν να αναπτύσσεται κάποιος σχετικός προβληματισμός στους μελετητικούς τους φορείς και στο επιστημονικό τους δυναμικό. Ολοι αυτοί, με πανομοιότυπες εκφράσεις και αφορισμούς, αναγάγουν τα πάντα σε «επιχειρηματικότητα» και «ανταγωνιστικότητα». Με δυο λόγια αντί να δουν το οφθαλμοφανές ότι η κρίση είναι αποτέλεσμα της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων, η οποία έφτασε σε τέτοια επίπεδα που η κοινωνία δεν μπορεί πλέον να εξασφαλίσει κέρδη για όλους τους κεφαλαιοκράτες, αυτοί προσπαθούν να ανακαλύψουν τα αίτια της κρίσης στους μισθούς, στις συντάξεις και στις δαπάνες κοινωνικού χαρακτήρα, φτάνοντας όλοι τους, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε διέξοδος πρέπει να αναζητηθεί στο παραπέρα τσάκισμα των εργαζομένων.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο βρισκόμαστε σήμερα, λίγες μέρες μετά την εκλογική αναμέτρηση της 17ης του Ιούνη. Στο πώς το καινούργιο επιτελείο της άρχουσας τάξης θα προχωρήσει στην υλοποίηση των αντιλαϊκών πολιτικών και μέτρων που έχουν αποφασιστεί. Η συγκυβέρνηση των τριών κομμάτων έχει ήδη ξεκαθαρίσει - και με την επιστολή προσήλωσης σε κάθε αντιλαϊκή δέσμευση που έχει αναληφθεί, την οποία έστειλε ο Αντ. Σαμαράς στους εταίρους του στην ΕΕ επαναβεβαιώθηκε - ότι θα επιταχύνει την υλοποίηση όλων των μέτρων που έχουν συμφωνηθεί στα πλαίσια των συμφωνιών με την τρόικα. Οι εργαζόμενοι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα απολύτως από τη συγκυβέρνηση, την τρόικα και την πλουτοκρατία. Αυτοί είναι αποφασισμένοι να κλιμακώσουν παραπέρα την επίθεσή τους ενάντια στο λαό. Σχεδιάζουν να σφίξουν κι άλλο τη θηλιά που έχουν βάλει στο λαιμό των λαϊκών νοικοκυριών, για να σωθούν οι μεγαλοεπιχειρηματίες και οι επιχειρήσεις τους. Οι εργαζόμενοι, ακόμα και εκείνοι που στο παραπέντε είχαν τα όποια διλήμματα, δεν έχουν περιθώρια για ταλαντεύσεις και αμφιθυμίες. Η αγωνιστική δράση κατά των πολιτικών που προκαλούν φτώχεια και εξαθλίωση, η οργανωμένη αντίσταση στη βαρβαρότητα που θέλουν να επιβάλουν στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, το δυνάμωμα του αγώνα με στόχο το Λαϊκό Μέτωπο για την ανατροπή και αντεπίθεση για μια καλύτερη ζωή, είναι για τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα ο μοναδικός δρόμος, που ανοίγεται μπροστά τους. Είναι ο δικός τους μονόδρομος.
Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ
εφημερίδα ριζοσπάστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου